Είναι τούρκικο και σημαίνει «εν πάση περιπτώσει». Μερ̤άμ ήντ̤αν κι αν εν’ το Καλαντόνερον ‘κι ανασπ̤άλτς.
Γαμέτα, μέτα – αμέτα – μέτρ̤α – αμέτρ̤α
Έγινε από το γαμέτα, έχασε όμως την αρχική του σημασία και σημαίνει: βρέ, ώ, ούτος: Γαμέτα, χάσον α, ρούζ’ απάνι μ’. Μέτα α στα, ας φέρω σε το τάς Σ’εμέν.
Μη
Με (Αμισού) – Μήτεν (Κερασούντας) όταν το ρήμα είναι αριθμού πληθυντικού. Είναι το αρχαίο απαγορευτικό μη, και σημαίνει:
1) Απαγόρευση ή προτροπή: Πολλά μη σύρτς την κόρδαν κόπεται
2) Απευχή ή κατάρα: Ο τουσμάνο μ’ πα να μη παθάν’ αέτς.
3)Απλή απόφαση (άρνηση).: Τη χέρας τον υιόν να λες, αδά να μη αφήν’ με. Τέρεν να μη εβγαίν’ κα’ το φαείν.
4) Μήπως: Καβάλ εξέρεις και παίζεις μη; Μην ρίζα σ’ εδίψασεν;
Μί
Είναι τούρκικο και σημαίνειμήπως: Διακρίνεται από το απαγορευτικό μη, διότι αυτό δεν προτάσσεται: Εγώ μί ‘κι θέλω; Εσύ τίπο ‘κ εξέρεις μι να λές;
Μηδέ – μουδέ.
Μόριο αποφατικό, που απαντά μόνο στα δημοτικά τραγούδια. Έχει τη σημασία του μήτε: Μηδέ με τ’ άστρα μάλλωνα, μηδέ με το φεγγάρι, μηδέ με τον Αβιδιανόν κανέναν λόγον είχα: Κανέναν ΄κι φογούμαι, μουδέ μικρόν, μουδέ μέγαν, μουδέ τον βασιλέαν.
Είναι συγκεκριμένος τύπος του γαμώ. Έχασε την αρχική σημασία του και σημαίνει βρε σε μερικά χωριά της Χαλδίας το έλεγαν και άνδρες: Αμώ σε κομμενόχρονε αληθινά καπνίζ’. Μώ σε Θεοδώσ’ εξέρτς ποίος έν;