Σκαλώνω (κοινή σε όλες τις περιοχές της Ποντιακής Επικράτειας),
Η κοινή λέξη της ποντιακής σκαλώνω προέρχεται από το ουσιαστικό “σκάλα”,
Ενεστώτας: Σκαλώνω, Αόριστος: Εσκάλωσα, Προστακτική: Σκάλωσον, Απαρέμφατο: Σκαλώσ’ναι, Παθητική Φωνή: Σκαλούμαι, Αόριστος της παθητικής: Εσκαλώθα, Μετοχή: Σκαλωμένος ….
-
Κάμνω σκάλα,
-
Κάμνω έναρξη, αρχίζω: εσκάλωσα τη δουλείαν, Η δουλεία σκαλωμένον εν’, (Άσμ. Εσύ έεις τη νεότητα και τ’ οσπίτι΄το βάρος, εσύ έεις μουράτα̤ απλέρωτα, δουλείας σκαλωμένα)
πηγή: Αρχείον Πόντου – Παράρτημα 3, Τόμος 2ος (Μ – Ω), Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής Διαλέκτου του Άνθιμου Παπαδόπουλου (πρώην διευθυντού του Ιστορικού Λεξικού της Ακαδημίας Αθηνών)