Σήμερα θα αναλύσουμε την λέξη “Ο Άβρωτος“. Σύμφωνα πάντα με τον Άνθιμο Παπαδόπουλο είναι επίθετο και προέρχεται από το αρχαίο επίθετο “Άβρωτος“.
Την συναντάμε:
- Αμισό, Κερασσούντα, Οινόη, Τρίπολη και Χαλδία ως “άβρωτος“,
- Τραπεζούντα ως “Άβρωτος“, “αβρίωτος“, “αβρίετος“, “ανάβρωτος” και “ανεβρίωτος“
- Κοτύωρα ως “άβρωτος“, “αβρίωτος“, “ανεβρίωτος“, “ανοβρίωτος“,
- Όφη “ανεβρίετος” ,
Κυριολεκτικά σημαίνει:
- Ο μη τρωγόμενος, ο ακατάλληλος για βρώση, π.χ. “Τα λάχανα ντο φυτρών’νε απάν ‘ς σα ταφία άβρωτα γίν’τανε, Απόθεν ‘κί τρώει, άβρωτον έν’ (για λαίμαργο, ο οποίος χαρακτηρίζει ως μη φαγώσιμο εκείνο που δεν μπορεί να φάει),
- Ο αηδής την γεύση, ο άνοστος. π.χ. Άναλον κ’ άβρωτον φαείν,
Μεταφορικά σημαίνει:
- Αυτός που προξενεί αηδία, ο άχαρος στους τρόπους και στους λόγους, π.χ. Άνοστος κ’ άβρωτος άρθωπος,
- Αγροίκος στην συμπεριφορά, τραχύς στους τρόπους,
- Αγέρωχος, δυσπρόσιτος.
Σε λόγους και εκφράσεις π.χ. Άναλα κ’ άβρωτα λόγι͜α, άναλον κ’ άβρωτον γέλος.